- συρβηνεύς
- συρβηνεύς, ὁ,A noisy,
χορός Cratin.84
;ὁ τῶν -έων χορός Ath.15.669b
,671c,697f, cf. Zen.6.1 (where Leutsch -νός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορός Cratin.84
;ὁ τῶν -έων χορός Ath.15.669b
,671c,697f, cf. Zen.6.1 (where Leutsch -νός).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συρβηνεύς — έως, ὁ, Α αυτός που προκαλεί θόρυβο ή ταραχή, ο θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρβηνός + επίθημα εύς. Η ερμηνεία που δίνει ο Ησύχ.: αὐλητής σύρβη γὰρ ἡαὐλοθήκη παραμένει προβληματική] … Dictionary of Greek